πολυθάλμιος

πολυθάλμιος
-ον, Α
1. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολύ
2. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -θάλμιος (< *θαλμός < θάλλω «ακμάζω»), πρβλ. βιο-θάλμιος, ζω-θάλμιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυθάλμιε — πολυθάλμιος much nourishing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”